Η διαφορά μεταξύ λύπης και κατάθλιψης
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ λύπης και κατάθλιψης και τι πρέπει να γνωρίζουμε γι' αυτές; Πολλοί λένε ότι η κατάθλιψη αποτελεί την ασθένεια της εποχής μας, ενώ διάφορες έρευνες ανεβάζουν το ποσοστό των ατόμων τα οποία έχουν πάρει κάποιο αντικαταθλιπτικό φάρμακο στο 20% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι τα καταθλιπτικά συμπτώματα αποτελούν μια από τις συνηθέστερες αιτίες παραπομπής σε ψυχολόγους, ψυχιάτρους και ψυχοθεραπευτές.
Εξαιτίας της υψηλής συχνότητας της κατάθλιψης, ο όρος έχει μπει στην καθημερινή ομιλία μας με αποτέλεσμα πολλοί να λένε ότι «έπεσαν σε κατάθλιψη» από διάφορες μικρές ατυχίες που τους συνέβησαν. Από την άλλη πλευρά, κάποιοι οι οποίοι όντως υποφέρουν από κατάθλιψη μπορεί να το αρνούνται με επιμονή. Κατά συνέπεια είναι σημαντικό να εξηγήσουμε τη διαφορά μεταξύ φυσιολογικής λύπης και κατάθλιψης. Η κατάθλιψη αποτελεί μια ψυχική διαταραχή με κύρια συμπτώματα το ψυχικό πόνο και την αίσθηση δυστυχίας. Υπάρχει μια χαρακτηριστική έλλειψη ενδιαφέροντος και ευχαρίστησης, ακόμα και για δραστηριότητες οι οποίες στο παρελθόν ήταν επιθυμητές. Το άτομο νιώθει έντονες ενοχές για διάφορα γεγονότα, μεγάλο άγχος και έχει πολύ χαμηλή αυτoεικόνα και αυτοεκτίμηση. Στις ήπιες μορφές της, η κατάθλιψη παίρνει τη μορφή ανικανότητας του ατόμου να γελάσει και να αστειευτεί και έχει μια γενική τάση να ξεσπά σε δάκρυα, ιδιαίτερα όταν ο συνομιλητής του δείξει κατανόηση. Ένα χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι μια διαρκής αίσθηση κούρασης, ενώ άλλα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν την απώλεια όρεξης, την έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας και την ύπαρξη προβλημάτων στον ύπνο. Επίσης οι περισσότεροι καταθλιπτικοί έχουν ιδέες που σχετίζονται με το θάνατο ή σκέψεις αυτοκτονίας. Ιδιαίτερα οι άντρες, είναι δυνατό να εκφράσουν την κατάθλιψή τους μέσα από αντικοινωνική συμπεριφορά ή με τη χρήση αλκοόλ, έτσι ώστε αρχικά η ύπαρξη της διαταραχής να είναι καλυμμένη. Όλα τα παραπάνω συμπτώματα θα πρέπει να διαρκέσουν για αρκετούς μήνες χωρίς ενδείξεις βελτίωσης. Όσο και να φαίνεται περίεργο, τις περισσότερες φορές η φυσιολογική λύπη είναι κυριολεκτικά το αντίθετο της κατάθλιψης. Η λύπη ή θλίψη αποτελεί τη φυσική αντίδραση του οργανισμού σε κάποια απώλεια. Η στενοχώρια και ο ψυχικός πόνος είναι αποτέλεσμα της αποδοχής του δυσάρεστου γεγονότος, ενώ ο θρήνος για την απώλεια αποτελεί μέρος της απαραίτητης διαδικασίας για την εκφόρτιση του πόνου και την αποκατάσταση της νευρικής ισορροπίας. Όταν όμως για διάφορους λόγους το άτομο δεν μπορεί ν' αντέξει το μέγεθος του πόνου, τότε τον καταπιέζει και 1αρνείται την ύπαρξη του, αρνούμενο ταυτόχρονα την ύπαρξη ή τη σοβαρότητα του γεγονότος που τον προκάλεσε. Για παράδειγμα η θλίψη από το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου είναι τόσο αβάσταχτη που ο άνθρωπος λέει: «Όχι δεν πέθανε». Αυτή η άρνηση είναι αρχικά χρήσιμη γιατί δίνει χρόνο στον οργανισμό να προετοιμαστεί για το σοκ του πόνου. Εάν όμως η καταπίεση και η άρνηση διαρκέσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τότε έρχεται η κατάθλιψη, η οποία εμποδίζει τη φυσιολογική διαδικασία του πένθους και «παγιδεύει» το συναίσθημα της θλίψης εσωτερικά. Και επειδή δυστυχώς δεν είναι δυνατό να καταπιέσει κάποιος μόνο τα αρνητικά συναισθήματα, καταπιέζει τελικά όλα του τα συναισθήματα και έτσι έχουμε τα συμπτώματα της κατάθλιψης που περιέγραψα παραπάνω. Εκτός όμως από καταπιεσμένη θλίψη, αρκετές φορές η αιτία της κατάθλιψης είναι καταπιεσμένος θυμός. Αν και εκ πρώτης όψεως μπορεί αυτό να φαίνεται αντιφατικό, στην πραγματικότητα η διαδικασία είναι ακριβώς η ίδια όπως και στην περίπτωση της λύπης. Σαν τυπικό παράδειγμα αναφέρω την περίπτωση μιας θεραπευόμενης στην οποία ο σύζυγός της φερόταν υποτιμητικά και απορριπτικά για είκοσι χρόνια. Εκείνη θύμωνε με τη συμπεριφορά του, αλλά έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση και έχοντας αποδεχθεί το ρόλο της υπάκουης συζύγου που της είχαν δώσει οι γονείς της, καταπίεζε το θυμό της μέχρι που σταμάτησε να νιώθει χαρά, εγκατέλειψε τον εαυτό της και ένιωθε ότι το μόνο νόημα στη ζωή της ερχόταν από τα δύο της παιδιά. Όταν ήρθε για θεραπεία είχε σκέψεις αυτοκτονίας, καθώς και κρίσεις πανικού, οι οποίες δεν ήταν τίποτα άλλο από εκρήξεις του καταπιεσμένου συναισθήματος. Από τη στιγμή που μπόρεσε να αναγνωρίσει το θυμό της, να τον δικαιολογήσει και να τον εκφράσει μέσα στο θεραπευτικό πλαίσιο, ξεκίνησε να φροντίζει τον εαυτό της, να ασχολείται με τα παρατημένα ενδιαφέροντα που είχε και να οριοθετεί καλύτερα τη σχέση με το σύζυγό της, ο οποίος «ξαφνικά» άρχισε να την εκτιμά και να την προσέχει περισσότερο. Η τελευταία περίπτωση προσφέρει και το «κλειδί» της αντιμετώπισης της κατάθλιψης, αλλά και της διατήρησης της ψυχικής μας ισορροπίας και υγείας. Και αυτό δεν είναι άλλο από την αναγνώριση και την έκφραση των συναισθημάτων μας. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν υπάρχει καλό ή κακό συναίσθημα για τον απλό λόγο ότι δεν έχουμε τη νευρολογική δυνατότητα ελέγχου στο τι θα νιώσουμε. Είναι σαν να λέμε ότι είναι κακό πράγμα να διψάμε. Όσο και να το πούμε θα εξακολουθούμε να διψάμε, ενώ εάν το πιστέψουμε θα νιώθουμε επιπλέον και ενοχές που διψάμε... Υπάρχει μόνο καλή ή κακή πράξη και μόνο γι αυτές θα πρέπει να κρίνονται οι άνθρωποι! Για να αποφύγουμε την κατάθλιψη, αλλά και πολλές άλλες ψυχικές και σωματικές ασθένειες, είναι απαραίτητο να ανακαλύψουμε, να εξετάσουμε και να αλλάξουμε, όπου χρειάζεται, τους ρόλους και τα σενάρια που μας έδωσαν για το πώς πρέπει να ζήσουμε τη ζωή μας. Έχουμε υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας και στα παιδιά μας. Αυτό απαιτεί μια επίπονη και δύσκολη προσπάθεια αυτογνωσίας, για την οποία μπορούμε να ζητήσουμε τη βοήθεια ενός ειδικού σε οποιοδήποτε σημείο «κολλήσουμε».